- αλατοκορτικοειδής
- έςπροϊόν τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων (κορτικοειδές) με δράση στα ανόργανα άλατα τού οργανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mineralocorticoid < mineral, «ορυκτό» + corticoid «κορτικοειδής»].
Dictionary of Greek. 2013.